- εφόδιο
- το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια)1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη διεξαγωγή τού πολέμου3. τα αναγκαία μέσα για τη συντήρηση («τα εφόδια για τον παραθερισμό μας»)5. το προσόν («έχει την εντιμότητα ως μόνο εφόδιο»)νεοελλ.1. (συν. και στον πληθ.) τα εφόδιατα απαιτούμενα για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού («επιστημονικά, πνευματικά, ηθικά εφόδια»)μσν.η αγία ευχαριστία ως μέσο σωτηρίας τής ψυχήςαρχ.1. (χωρίς άρθρ.) ἐφόδιοντο αναγκαίο χρηματικό ποσό για κάτι ή τα τρόφιμα για ορισμένο χρόνο, το κομπόδεμα («ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας ἐφόδιον», Θουκ.)2. πληθ. τὰ ἐφόδια(για τον ανθρώπινο οργανισμό) οι δυνάμεις και οι λειτουργίες τού σώματος που συντελούν στη συντήρηση3. αφορμή για κάτι4. φρ. «ἐφόδια ἐν τῷ κοινῷ» — τα χρήματα τού δημόσιου ταμείου τα οποία προορίζονται για τις κρατικές ανάγκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εφόδιον (< επί + ὁδός)].
Dictionary of Greek. 2013.